- ἐϋσμῆριγξ
- ἐϋσμῆριγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,A with beautiful tresses,
Ἠώς Nonn.D.11.388
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἠώς Nonn.D.11.388
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εϋσμήριγξ — ἐϋσμῆριγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («ἐϋσμῆριγξ Ἠώς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σμήριγξ «μαλλιά»] … Dictionary of Greek